Το φρούριο του υποκειμένου
Δεν αναφέρομαι στο άτομο, μια λέξη της οποίας γνωρίζουμε το βάρος από την ετυμολογία : αυτό που είναι αδιαχώριστο, αδιαίρετο, με άλλα λόγια, η θεοποιημένη σήμερα μορφή του ατόμου-μονολίθου. Εδώ πρόκειται για το υποκείμενο, το ζώο το προικισμένο με την ομιλία, που, χάρη στο λόγο, αναγνωρίζει και βλέπει εαυτόν ξεχωριστό από τ’ άλλα ζώα, μ’ έναν τρόπο που δεν έχει τίποτε το ζωώδες. Αυτήν την θεατότητα εαυτού την ονομάζουμε κατοπτρική υποκειμενική συνείδηση.
Η συνείδηση εαυτού γίνεται συνομιλητικότητα του ανθρώπου με εαυτόν και με τον Κόσμο. Αυτό το γνώρισμα της ανθρωπότητας εξυπονοεί την μοναξιά του υποκειμένου, επιβιβασμένου στην «εξαντλητική συνείδηση του ζην», μέσα στο θέατρο των αγορεύσεων που επάνω τους στηρίζεται η λειτουργία της θέσπισης. Τα λόγια μεταξύ εισαγωγικών του ρώσου συγγραφέα Τουργκένιεφ (Tourgueniev) θα ήταν μια εύστοχη εισαγωγή στην ψυχανάλυση, γνωστικό πεδίο αποδεκτό συγχρόνως και απόβλητο, όπως άλλωστε ταιριάζουν και για την προσόρμιση στο πρώτο αγκυροβόλιο της δογματικής ανθρωπολογίας : το να συμπεριλαμβάνεται o λόγος του να ζεις στην διερεύνηση του πλέον θεμελιακού – η θέσπιση του Λογικού –, αδιαχώριστος από την αλληλο-εξάρτηση του υποκειμένου και της κοινωνίας
Δεν διαλέγει κανείς ούτε τον χρόνο ούτε τον τόπο ούτε τους γεννήτορες του. Και όποιος εψηλάφησε το μυθιστόρημα των οικογενειών, την συναπάρτιση της ίδιας του της ζωής, γεύτηκε τον άγριο καρπό. Μα τι να κάνουμε με μια ζωή, μέσα σ’ αυτό το υπερχείλισμα γνώσεων με απαιτήσεις καθολικότητας που έγιναν οι κοινωνίες της Δύσης, αυτοπροβαλλόμενες σαν ξένες στον άγριο καρπό; Ποιος θα εκπολιτίσει το ανθρώπινο παράπονο, ποιος θα θεαματοποιήσει με τρόπο ευπρεπή το αρχέγονο γιατί; Ποιος θα μας απελευθερώσει από τον ψυχαναγκασμό να είμαστε διάφανοι; Ποιος; Εννοώ μ’ αυτό : ποια αγορευτικότητα με συνέπειες θεσμικές, δηλαδή ικανή να κάνει να οπισθοχωρήσουν οι μεγάλες θετικιστικές απάτες που απειλούν και πάλι να πυρπολήσουν την ανθρωπότητα;
Είμαστε αποκομμένοι από αυτό που είμαστε. Εκτός αν έχουμε πρόσβαση σ’ αυτό που μας κάνει να ζούμε, στην σκοτεινή αλήθεια. Αλλά με τι τίμημα; Όλα διατάσσονται, λογικά, στον ανθρώπινο κόπο της ύπαρξης, πέρα από τις προσωπικές επιφυλάξεις, επομένως στην κοινωνική σκηνή, γιατί μας διακατέχει η αλλοκοτιά μιας απροσδιόριστης απουσίας στον εαυτό μας. Υπάρχει μια παλιά ελληνική λέξη για να το πούμε : η νοσταλγία.
Θα μπορούσαμε άραγε να βρούμε τον τρόπο να την κάνουμε ακροάσιμη στούς τεχνικούς του θεσμικού, οι οποίοι στις μέρες μας – ας μην ξεχνάμε ποτέ το καινούργιο προνόμιο διακυβέρνησης – έχουν για επάγγελμα να λένε και να διακηρύσσουν τον λόγο του να ζεις Στο Όνομα των Επιστημών; Εξω από τις ποιητικές τέχνες σε όλες τους τις μορφές και παντού επί της γης, δεν διακρίνω αυτόν τον τρόπο.
Ας μου επιτρέψει ο αναγνώστης του ιστότοπου μια ανάμνηση επ’αυτού με αξία απολόγου. Επισκεπτόμενος τον Μπόρχες (Borges), έγινε λόγος για τα γραπτά μου και του διάβασα ένα κείμενο με τίτλο « Υψηλή Μητέρα». [ Ομοφωνία : Haute Mère = Υψηλή Μητέρα - Haute Mer = ανοιχτή θάλασσα]. Τότε ο τυφλός με οδήγησε στην κάμαρα της πεθαμένης του μητέρας… Και δίπλα στην μεγαλειώδη Κλίνη ακολούθησε ένας ασυνήθιστος διάλογος.
Σήμερα, αυτή η μυθολογική σκηνή μου ξανάρχεται στη μνήμη πάντα καινούργια. Την αφιερώνω σ’ αυτούς που τολμούν ακόμη να διερωτώνται Στο Όνομα τίνος λόγου μοχθεί κανείς, και για τις απαρχές της ζωής. Απ’ αυτήν την αλήθεια, προφανώς γενεαλογική, κανένας δεν μπορεί να παραιτηθεί χωρίς ν’ απαρνηθεί την ίδια την ζωή.
Η εμπειρία μου ως ιστορικός, υπήρξε η ένθερμη σχέση μου μ΄ένα παρελθόν που δεν ήταν ακριβώς δικό μου. Ν’ αποβλέπεις στην ψυχανάλυση είναι μια άλλη οδός ν’ ανακινείς την μνήμη. Η απόπειρα, στην αρχή αφελής, να μπω στα παρασκήνια ενός υποκειμενικού παρελθόντος, ήταν για μένα, σαν να λέμε, το βάπτισμα του πυρός, γιατί στην συνέχεια αποκαλυπτόταν το πεδίο της μάχης, ή ακόμη η Κόλαση του να οφείλεις να πλησιάζεις τον κόμπο της αλήθειας. Να αντιστέκεσαι προτού να παραδίνεσαι…
Όσο για την μέθη από τα ναρκωτικά της αφαίρεσης, αυτή η φυγή προς τα εμπρός που οδηγεί ολόισια στον επιστημονισμό… ή σε χειρότερα, δεν ήταν η τάση μου. Και ως ψυχαναλυτής ο μόχθος μου παρέμεινε μόχθος ενός περιπτωσιολόγου (casuiste), σε διαρκή προσπάθεια να γονιμοποιεί την κλινική πρακτική με μια ερμηνευτική μακριά από το κοπάδι των ιδεολόγων : να εισάγει στην κλινική την διάσταση της θεσμικότητας, να κάνει συνεπές το πλησίασμα στην άβυσσο του ασυνείδητου σαν το παραληρηματικό χωνευτήρι του Λογικού, έτσι που να ξαναγίνεται αντιληπτή η αλληλο-εξάρτηση του υποκειμένου και του πολιτισμού.
Ισχύει για την ψυχανάλυση ό,τι για κάθε καινοτομία στη σκέψη, για κάθε μεγάλη ιδέα, και που ο Σοπενχάουερ ( Schopenhauer) μετά τον Γκαίτε (Goethe) υπενθύμιζε ως αναπόφευκτο πεπρωμένο : να πάρει θέση σαν ένα επεισόδιο.
Επειδή οι ποιητές ξελύνουν την κοινή γλώσσα, ιδού μια κάτοψη επάνω στο φρούριο του υποκειμένου. Προτείνει ένα αλάργεμα ριζικό αλλ΄αναγκαίο στον περαστικό που επιθυμεί να πλησιάσει την αδιαφάνεια της έννοιας του ασυνείδητου, μέσω της κρυπτογράφησης του δικού του αγνοούμενου, σκηνοθετημένο από τον ζωγράφο Αλεσίνσκι (Alechinsky).
Αυτός ο πίνακας, εξυμνώντας την επιθυμία και την φαλλική μεταφορά, με τον τρόπο μιας αφήγησης από τις Χίλιες και μία νύχτες, εκφαίνει το ίδιο το αίνιγμα του καλλιτέχνη μ΄ένα κείμενο ασθμαίνον.
« Την τρια-κοσιο-στή-εξηκοστή-έβδομη νύχτα, εκοίταξε μπροστά της και τα μάτια της ήταν τόσο όμορφα όσο τα μάτια της, περί-μενε ποιος θα ερ-χόταν να την δεί. Όσο για το φίδι εκείνη τη νύχτα…
Διαβάστε την συνέχεια, στοχαστείτε.
Καi ας κλείσουμε τον κύκλο του νοήματος σημειώνοντας το εξής. Με το ζωγραφισμένο έργο, το πέρασμα προς το αγνοούμενο γίνεται κατά κάποιο τρόπο αναγκαστικά, μέσω μιας υλοποιημένης πραγμάτωσης, από τον καλλιτέχνη. Αυτός ο τρίτος χώρος του πίνακα παίρνει για τον δημιουργό του υπόσταση σκηνής έξω από αυτόν, αλλά επιπλέον και κοινωνικοποιημένης μυθολογικής σκηνής· συγκαλεί το ανώνυμο κοινό και απευθύνεται στον οποιονδήποτε.
Μ’ αυτήν την αλλοτρίωση μέσα στην εικονικότητα, που επιβάλλει στον περαστικό ένας πίνακας, καθένας «αναγνωρίζει εαυτόν» στο ίδιο το προσωπείο του καλλιτέχνη που επιδεικνύει το αγνοούμενο του. Ή συνάντηση μ’ ένα έργο δεν αφήνει κανέναν ακέραιο : για μια στιγμή είσαι μισό εσύ, μισό ο άλλος.
Ιδού η παραγνωρισμένη διάσταση – η αλήθεια των παρασκηνίων του υποκειμένου – του λεγόμενου «πολιτιστικού» διαβήματος, όταν συχνάζουμε στα μουσεία, όπου παίζεται ένα ορισμένο παιχνίδι, που επανενθυμίζει την δεξιότητα του καλλιτέχνη να επινοεί μέσω της φαντασίωσης του.
Το κείμενο, γραμμένο στα μάγουλα του απεικονιζόμενου, είναι το εξής :
την τρια-κοσιο-στή
εξηκο- στή- έβδομη νύχτα
εκοίταξε μπροστά της και τα
μάτια της, ήταν τόσο όμορφα όσο
τα μάτια της, περί-μενε ποιος θα ερ-
χόταν να την δεί. Όσο για το φί-
δι, εκείνη την νύχτα, το βλέπετε
πως δεν την έβλεπε, πως δεν έβλεπε
την γυμνή γυναίκα κρυμ- μένη μέσα
στην διάφανη έρημο, πως την έψαχ-
νε να ελίσσεται σαν μαριονέτα
τέρας στον έρημο ουρανό, και
που όμως την επλησίαζε
με γήϊνη επιθυμία
γεωλογική, με ελιγμούς
να ελπίζει.
Μετάφραση : Αλεξάνδρα Παπαγεωργίου-Legendre